Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
ἐπεγχέω και ἐπεγχύνω και ποιητ. τ. ἐπεγχεύω (AM)1. χύνω επί πλέον ή πάνω σε κάτι («τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα», Αισχύλ.)2. (απλώς) χύνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγχέω «χύνω»].