επιβάθρα

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

ἐπιβάθρα, η (Α)
1. μεγάλη σκάλα για άνοδο στα τείχη κατά την έφοδο
2. σκάλα πλοίου
3. μέσο ή μέρος για προσέγγιση («ἐδόκει πλεῑν ἐπὶ τάς Ἀθήνας... ἐπιβάθραν τῆς Ἐλλάδος οὖσαν», Πλούτ.)
4. πρόφαση
5. κρηπίδα πολεμικών μηχανών
6. βάση, θεμέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βάθρα «σκάλα»].