επίβλημα
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
Greek Monolingual
ἐπίβλημα, το (AM) επιβάλλω
κάλυμμα από ύφασμα (για τραπέζι, κλίνη, Αγία Τράπεζα)
αρχ.
1. κάλυμμα του κεφαλιού
2. μανδύας
3. υφαντό ή κεντητό παραπέτασμα
4. εξωτερικός επίδεσμος.