ἐπιδημητικός
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
ή, όν,
A staying at home, non-migratory, ζῷα, opp. ἐκτοπιστικά, Arist. HA488a13. II. ἐπιδημητικά, τά, expenses of a governor's visit, Cod.Just.12.40.12.
German (Pape)
[Seite 937] ή, όν, zu Hause bleibend, ζῷα, im Ggstz von ἐκτοπιστικά, Arist. H. A. 1, 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιδημητικός, -ή, -όν) επιδημώ
(για ζώα και κυρίως πτηνά) αυτός που διαμένει συνεχώς σε μια χώρα (στα ορεινά το καλοκαίρι, στα πεδινά τον χειμώνα) σε αντίθεση με τον αποδημητικό.