επιγενεσιουργός
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
Greek Monolingual
ἐπιγενεσιουργός, -όν (Α)
αυτός που είναι η δημιουργός αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γενεσιουργός].