επιδορατίδα

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐπιδορατίς)
η αιχμή του δόρατος
νεοελλ.
ναυτ. το επιστήλιο του προβόλου, κόντρα μπαστούνι
αρχ.
1. ο καυλός, το κοντάρι του δόρατος
2. ο σαυρωτήρ, η σιδερένια αιχμή στο πίσω μέρος του δόρατος με την οποία το έμπηγαν στο χώμα τις ώρες της ανάπαυσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θ. δορατ- (δόρυ, -ατός) + κατάλ. -ίς].