επιδορατίδα
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
Greek Monolingual
η (Α ἐπιδορατίς)
η αιχμή του δόρατος
νεοελλ.
ναυτ. το επιστήλιο του προβόλου, κόντρα μπαστούνι
αρχ.
1. ο καυλός, το κοντάρι του δόρατος
2. ο σαυρωτήρ, η σιδερένια αιχμή στο πίσω μέρος του δόρατος με την οποία το έμπηγαν στο χώμα τις ώρες της ανάπαυσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θ. δορατ- (δόρυ, -ατός) + κατάλ. -ίς].