οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
ἐπικαθεύδω (Α)
1. κοιμάμαι πάνω σε κάτι
2. επωάζω, κλωσσώ
3. αμελώ, παραμελώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθ-εύδω «κοιμάμαι»].