επικαταφέρω

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source

Greek Monolingual

ἐπικαταφέρω (Α)
1. εκσφενδονίζω επί πλέον από πάνω προς τα κάτω
2. παθ. ἐπικαταφέρομαι
πέφτω πάνω σε κάποιον
3. παθ. (για τα άστρα) ακολουθώ τον ήλιο
4. παθ. καταντώ, οδηγούμαι κατ’ ανάγκην στη χρησιμοποίηση μιας εκφράσεως
5. (το ουδ. της μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ἐπικαταφερόμενον
η επικαταφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταφέρω «καταρρίπτω, κατεβαίνω»].