επιμελής

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

-ές (AM ἐπιμελής, -ές) επιμελούμαι
αυτός που ασχολείται με ιδιαίτερη φροντίδα με κάτι, εργατικός (α. «επιμελής μαθητής» β. «ἐπιμελὴς ἀγαθῶν», Πλάτ.
γ. «ἢν ἐπιμελὴς ὦ καὶ προθύμως μανθάνω», Αριστοφ.)
αρχ.
1. αυτός για τον οποίο φροντίζει κανείς («ἀλλὰ οἱ τοῡτ’ ἧν ἐπιμελές», Ηρόδ.)
2. αρμόδιος, πρόσφορος, κατάλληλος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιμελές
η προσοχή, η περιέργεια, ο σκοπός.