επιπωμάζω
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
Greek Monolingual
και επιπωματίζω (Α ἐπιπωμάζω και νεώτ. ἐπιπωματίζω) πωμάζω
καλύπτω με πώμα, σκεπάζω, στουπώνω, βουλλώνω.