επισημοποιώ
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
Greek Monolingual
1. καθιστώ κάτι επίσημο, δίνω επίσημο χαρακτήρα («ήθελαν να επισημοποιείται με συνάλλαγμα η πράξις τους», Καρκαβίτσας)
2. επισφραγίζω, επιβεβαιώνω επίσημα («επισημοποίησε τον αρραβώνα του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίσημος + ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Β. Φαρσή].