ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
το (Μ ἐπίστρωμα) επιστόρνυμινεοελλ.ό,τι στρώνεται ή απλώνεται επάνω σε κάτι άλλο, επικάλυμμαμσν.σαμάρι.