ερυθρίνος

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἐρυθρῑνος, Α και ἐρυθῑνος)
ζωολ. γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας τών σπαριδών, κν. λυθρίνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. ερυθρ-ίνος < ερυθρός. Ο τ. ερυθίνος από το ερυθρίνος με ανομοίωση. Από το αρχ. ερυθρίνος προήλθε και το νεοελλ. λυθρίνι, με ανομοίωση του πρώτου -ρ- σε -λ-].