ερίθακος
From LSJ
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
Greek Monolingual
ἐρίθακος, ὁ (AM)
Ι. ωδικό πτηνό που μαθαίνει να ψελλίζει λέξεις όπως ο παπαγάλος
ονομάζεται και εριθεύς, ερίθυλος, φοινίκουρος (κν. πετρίτης)
2. παροιμ. «οὐ τρέφει μία λόχμη δύο ἐριθάκους» — γι’ αυτούς που προσπαθούν να κερδίσουν από μικρά πράγματα (Σχόλ. Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < έριθος. Εμφανίζει δύο παράλληλους τ.: εριθεύς και ερίθυλος].