ἑτοιμοπειθής

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτοιμοπειθής Medium diacritics: ἑτοιμοπειθής Low diacritics: ετοιμοπειθής Capitals: ΕΤΟΙΜΟΠΕΙΘΗΣ
Transliteration A: hetoimopeithḗs Transliteration B: hetoimopeithēs Transliteration C: etoimopeithis Beta Code: e(toimopeiqh/s

English (LSJ)

ές,

   A ready to obey, Hdn.Epim.38.

German (Pape)

[Seite 1052] ές, bereit zu gehorchen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμοπειθής: -ές, ἑτοίμως πειθόμενος, Ἡρῳδιαν. ἐπιμερισμ. σ. 38, ἔκδ. Boiss.

Greek Monolingual

ἑτοιμοπειθής, -ές (ΑΜ)
αυτός που πείθεται εύκολα, ο ευκολόπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -πειθής (< πείθω), πρβλ. ευ-πειθής].