ετώσιος

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

Greek Monolingual

ἐτώσιος, -ον (Α)
(επικ. επίθ.)
1. μάταιος, άσκοποςβέλος ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός», Ομ. Ιλ.)
2. ανωφελής, άχρηστος, περιττός («σὺ δ' ἐτώσια πόλλ' ἀγορεύσεις», Ησίοδ.)
3. αυτός που δεν έχει φθάσει εις πέρας, ανεκτέλεστος, ατέλειωτος («τὸ δ' ἔργον ἐτώσιον αὖθι λίποιεν», Ησίοδ.)
4. ψεύτικος, προσποιητός
5. (το ουδ. ως επίρρ.) α) ἐτώσιον
μάταια, ανώφελα, τοῡ κάκου
β) (και στον πληθ.) ἐτώσια
άσκοπα («ἐτώσια γηράσκοντας», Απολλ. Ρόδ.).
επίρρ...
ἐτωσίως
μάταια, άσκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ετός].