ευαφής

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source

Greek Monolingual

εὐαφής, -ές (ΑΜ)
1. (για φυτά έτοιμα να εκβλαστήσουν) ο απαλός στην αφή, ο μαλακός («ἔνικμον γὰρ δεῖ καὶ εὐαφές εἶναι (τὸ φυτὸν) πρὸς τὴν διαβλάστησιν», Θεόφρ.)
2. (για δοθιήνες ή όγκους) αυτός που υποχωρεί εύκολα
3. ευαίσθητος («εὐαφὴς νοῡς», Πλούτ.)
4. (με ενεργ. σημ.) αυτός που παρέχει μαλακό, απαλό άγγιγμα, που εγγίζει ελαφράεὐαφής ἀνήρ», Αρετ.)
5. εύκολος, φυσικός, αβίαστος («εὐαφὴς μετάβασις», Λουκιαν.).
επίρρ...
εὐαφῶς, ιων. τ. εὐαφέως
α) απαλά, μαλακά, ελαφρά
β) σαφώς, ευνοήτως («δεικνύναι εὐαφῶς», Μάρκ. Αυρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αφής (< αφή), πρβλ. συν-αφής].