εὐαφής
English (LSJ)
εὐαφές, (ἁφή)
A soft, of seeds ready to germinate, Thphr. CP 2.17.10; σπλήν Aret.SD1.14; of tumours, = εὔεικτος, Paul.Aeg.6.3: metaph., susceptible, νοῦς Plu.2.588e. Adv. Sup. -εστάτως, σκευαζομένη ἔμπλαστρος Aët.16.47.
II Act., having a gentle, delicate touch, ἀνήρ Aret.CA2.9; τὸ εὐαφὲς τῶν δακτύλων Luc.Im.14; σπόγγοι Paul.Aeg.4.21: Sup. τὸ εὐαφέστατον Ph.Fr.14 H.: metaph., εὐ. μετάβασις an easy, unforced transition, Luc.Hist.Conscr.55. Adv. εὐαφῶς, Ion. -έως, gently, Id.Harm.1, Aret.CA1.6: metaph., δεικνύναι point out gently, M.Ant.11.18.4.
German (Pape)
[Seite 1058] ές, weich, zart zu berühren, anzufassen, weich, Theophr. u. Sp.; ἱμάτια Schol. Ar. Av. 156; übertr., εὐαφὴς καὶ εὐάγωγος ἔστω ἡ ἐπὶ τὴν διήγησιν μετάβασις Luc. de hist. conscr. 55, leichter, gefälliger Übergang; νοῦς, leicht empfänglich für Eindrücke, Plut. de gen. Socrat. 20. – Adv. εὐαφῶς, faßlich, δεικνύναι M. Ant. 11, 18; ὑποβάλλειν τοὺς δακτύλους, sanft, Luc. Harm. 1.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 facile à toucher ; souple;
2 qui touche doucement, délicatement ; τὸ εὐαφὲς τῶν δακτύλων LUC toucher délicat des doigts ; fig. εὐαφὴς μετάβασις LUC transition aisée, non forcée.
Étymologie: εὖ, ἅπτω¹.
Russian (Dvoretsky)
εὐᾰφής:
1 досл. мягкий, нежный на ощупь, перен. гибкий, податливый (νοῦς Plut.);
2 легкий, непринужденный (ἡ ἐπὶ τὴν διήγησιν μετάβασις Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐαφής: -ές, (ἀφή) ὁ εἴκων ἐπὶ τῇ θίξει, ἁπαλός, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 17, 10· μεταφ., ἐπειδεκτικός, νοῦς Πλούτ. 2. 558D. - Ἐπίρρ. -φῶς, Ἰων. -φέως, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 6· εὐνοήτως, σαφῶς, δεικνύναι Μ. Ἄντών. 11. 18. 10. ΙΙ. ἐνεργ. ἐλαφρῶς ἐγγίζων, Ἀρετ. ἔνθ’ ἄνωτ. 9. 10. -Ἐπίρρ. -φῶς, Λουκ. Ἀρμον. 1: μεταφ., εὐ. μετάβασις, εὔκολος, ἀβίαστος, φυσικὴ μετάβασις, εὐαφής καὶ ἀνάγωγος ἔστω ἡ ἐπὶ τὴν διήγησιν μετάβασις ὁ αὐτ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 55· τὸ εὐαφές τῶν δακτύλων ὁ αὐτός Εἰκ. 14.
Greek Monolingual
εὐαφής, -ές (ΑΜ)
1. (για φυτά έτοιμα να εκβλαστήσουν) ο απαλός στην αφή, ο μαλακός («ἔνικμον γὰρ δεῖ καὶ εὐαφές εἶναι (τὸ φυτὸν) πρὸς τὴν διαβλάστησιν», Θεόφρ.)
2. (για δοθιήνες ή όγκους) αυτός που υποχωρεί εύκολα
3. ευαίσθητος («εὐαφὴς νοῦς», Πλούτ.)
4. (με ενεργ. σημ.) αυτός που παρέχει μαλακό, απαλό άγγιγμα, που εγγίζει ελαφρά («εὐαφής ἀνήρ», Αρετ.)
5. εύκολος, φυσικός, αβίαστος («εὐαφὴς μετάβασις», Λουκιαν.).
επίρρ...
εὐαφῶς, ιων. τ. εὐαφέως
α) απαλά, μαλακά, ελαφρά
β) σαφώς, ευνοήτως («δεικνύναι εὐαφῶς», Μάρκ. Αυρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αφής (< αφή), πρβλ. συναφής].
Greek Monotonic
εὐᾰφής: -ές (ἁφή), αυτός που αγγίζει απαλά, μαλακός στην αφή· μεταφ., εὐ. μετάβασις, εύκολη, φυσική, αβίαστη μετάβαση, σε Λουκ.· τὸ εὐαφές, απαλό, τρυφερό άγγιγμα, στον ίδ.· επίρρ. -φῶς, στον ίδ.
Middle Liddell
[ἁφή]
touching gently: metaph., εὐ. μετάβασις an easy, unforced transition, Luc.:— τὸ εὐαφές delicate touch, Luc.:—adv. -φῶς, Luc.