εύγε

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ εὖγε, Α και εὖ γε)
(επιφών. επιδοκιμασίας, συχνά σε διπλή ή και τριπλή εκφορά) ωραία! πολύ καλά! μπράβο! («εὖγε, ὦ βέλτιστε», Πλάτ.)
αρχ.
1. επίρρ. (σε απαντήσεις με τις οποίες επιβεβαιώνει κάποιος αυτά που έχουν ειπωθεί) ορθά, σωστά (α. «εὖγε λέγεις», Πλάτ.
β. «εὖγε μέντ' ἂν διετέθην», Αριστοφ.)
2. φρ. (για παρότρυνση σκυλιών) «εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθαι») (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βεβαιωτικό μόριο γε (πρβλ. έγω-γε, μενούν-γε, όσ-γε)].