στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
η (ΑΜ εὐδοκίμησις) ευδοκιμώεπιτυχία, προκοπήμσν.πίστη στον θεόαρχ.υπόληψη, εκτίμηση.