εὐδοκίμησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, good repute, reputation, credit, mostly in plural, Pl. R. 358a, 363a, Luc. Pisc. 25; sg., Them. Or. 29.347c.

German (Pape)

[Seite 1063] ἡ, das zu Ansehen Gelangen, in Ehren Stehen, αἱ παρὰ θεῶν εὐδοκιμήσεις Plat. Rep. II, 363 a; αἱ ἐν ἐκείνοις εὐδ. Luc. Pisc. 25, u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
bonne renommée, considération.
Étymologie: εὐδοκιμέω.

Russian (Dvoretsky)

εὐδοκίμησις: εως ἡ доброе имя, слава, уважение, почет Plat., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδοκίμησις: -εως, ἡ, καλὴ φήμη, τιμή, ἐπιτυχία, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., Πλάτ. Πολ. 358Α, Λουκ. Ἁλ. 25· ἐν τῷ ἑνικ. παρὰ Θεμιστίῳ 347C.

Greek Monotonic

εὐδοκίμησις: -εως, ἡ, καλή φήμη, δόξα, τιμή, επιτυχία, διάκριση, σε Πλάτ.

Middle Liddell

εὐδοκίμησις, εως [from εὐδοκῐμέω]
good repute, credit, Plat.