τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
Full diacritics: εὐβρῑθής | Medium diacritics: εὐβριθής | Low diacritics: ευβριθής | Capitals: ΕΥΒΡΙΘΗΣ |
Transliteration A: eubrithḗs | Transliteration B: eubrithēs | Transliteration C: evvrithis | Beta Code: eu)briqh/s |
ές,
A laden with fine yarn, σπάθαι AP6.288.7 (Leon.).
εὐβριθής, -ές (Α)
αυτός που έχει καλά νήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βριθής (< βρίθος), πρβλ. α-βριθής, σιδηρο-βριθής].