εὔζωρος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔζωρος Medium diacritics: εὔζωρος Low diacritics: εύζωρος Capitals: ΕΥΖΩΡΟΣ
Transliteration A: eúzōros Transliteration B: euzōros Transliteration C: eyzoros Beta Code: eu)/zwros

English (LSJ)

ον,

   A quite pure, unmixed, of wine, Hp.Morb.3.14, E.Alc. 757, Ar.Ec.227: Comp. -ότερος, εὐζωρότερον... ὦ παῖ, δός Diph.58, cf. Cratin.412, Eup.382; also κέρασον εὐζωρέστερον Antiph.139; πίνειν . . κύλικας εὐζωρεστέρας Eub.150.8 ( = Ephipp.3.11), cf. Lyr.Adesp.p.681 Bgk.

German (Pape)

[Seite 1066] ganz rein, vom Wein, ungemischt, οἶνος, Ar. Eccl. 227; μέθυ, Eur. Alc. 760; κύλιξ, p. bei Plut. Thes. 22; compar. εὐζωρότερος, Hippocr.; Diphil. Ath. X, 423 c; Luc. Lex. 14; εὐζωρέστερος, Ephipp. bei Ath. II, 65 d; Antiphan. X, 423 d.

Greek (Liddell-Scott)

εὔζωρος: -ον, ἐντελῶς καθαρός, ἄμικτος, ἐπὶ οἴνου, Εὐρ. Ἄλκ. 757, Ἀριστ. Ἐκκλ. 227, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 423C. κἑξ. - Συγκρ. -ότερος καὶ -έστερος, εὐζωρότερον..., ὦ παῖ, δὸς Δίφιλος ἐν «Παιδερασταῖς» 1, πρβλ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 136· κέρασον εὐζωρέστερον Ἀντιφάνης ἐν «Λάμπωνι» 3· πίνειν… κύλικας εὐζωρεστέρας Εὔβουλ. 15α, πρβλ. ᾆσμα ἐν Πλουτ. Θησ. 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans mélange.
Étymologie: εὖ, ζωρός.

Greek Monolingual

εὔζωρος, -ον (Α)
(για οίνο) εντελώς καθαρός, άκρατος, άμικτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωρός «άκρατος, δυνατός οίνος»].