Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
εὐήρατος, -ον (Α)
πολύ αγαπητός, αξιέραστος («εὐήρατοι σταθμοί», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ερατός «αγαπητός» (< έραμαι «αγαπώ»). Το η λόγω της συνθέσεως].