ευήρατος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

εὐήρατος, -ον (Α)
πολύ αγαπητός, αξιέραστος («εὐήρατοι σταθμοί», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ερατός «αγαπητός» (< έραμαι «αγαπώ»). Το η λόγω της συνθέσεως].