ευθυγράμμιση

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

και ευθυγράμμηση, η ευθυγραμμίζω
1. το να τοποθετείται κάτι σε ευθεία γραμμήευθυγράμμιση ανδρών εν παρατάξει» — η παράταξη τών οπλιτών σε ευθεία γραμμή)
2. ναυτ. η πορεία ενός πλοίου πάνω σε μια νοητή ευθεία που ορίζεται από δύο σταθερά σημεία
3. (ραδιοηλ.) ο συντονισμός ενός κυκλώματος έτσι ώστε η ιδιοσυχνότητά του να συμπέσει με τη συχνότητα ταλαντώσεων του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου μέσα στο οποίο βρίσκεται το κύκλωμα
4. φρ. «ευθυγράμμιση πρόσθιου συστήματος αυτοκινήτου» — η διαδικασία με την οποία ρυθμίζονται όλα τα μέρη του συστήματος τών πρόσθιων τροχών ενός αυτοκινήτου έτσι ώστε να εξουδετερώνεται ο ελκυσμός προς τα αριστερά ή δεξιά.