εὔκλωστος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζονthere is no greater pain than grief

Source

German (Pape)

[Seite 1075] ep. ἐΰκλωστος, schön gesponnen, νῆμα, Ant. Sid. 22 (VI, 174, vgl. 284); λίνον, Maec. 7 (VI, 33); χιτών, H. h. Apoll. 203.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκλωστος: -ον, καλῶς κεκλωσμένος, χιτὼν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 203· λίνον, νῆμα Ἀνθ. Π. 6. 33, 284.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien filé.
Étymologie: εὖ, κλώθω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔκλωστος, -ον)
αυτός που κλώθεται, που γνέθεται καλά ή που είναι κλωσμένος καλά.