ευρυθμία

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid

Menander, Monostichoi, 316

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐρυθμία) εύρυθμος
1. ύπαρξη κανονικού ρυθμού, συμμετρία, αναλογία τών μερών μεταξύ τους και προς το σύνολο
2. κίνηση με ωραίο ρυθμό
3. σύμμετρη, αρμονική διάταξη στον λόγο
αρχ.
1. ανταπόκριση ανάμεσα στον ρήτορα και στο ακροατήριό του
2. (για πρόσωπα) ευπρέπεια, χάρη
3. (για χειρουργό) επιδεξιότητα στις κινήσεις τών χεριών.