ευρυθμία
From LSJ
Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐρυθμία) εύρυθμος
1. ύπαρξη κανονικού ρυθμού, συμμετρία, αναλογία τών μερών μεταξύ τους και προς το σύνολο
2. κίνηση με ωραίο ρυθμό
3. σύμμετρη, αρμονική διάταξη στον λόγο
αρχ.
1. ανταπόκριση ανάμεσα στον ρήτορα και στο ακροατήριό του
2. (για πρόσωπα) ευπρέπεια, χάρη
3. (για χειρουργό) επιδεξιότητα στις κινήσεις τών χεριών.