εὐοργησία
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
ἡ,
A gentleness of temper, E.Hipp.1039, Ba.641 (troch.).
German (Pape)
[Seite 1085] ἡ, Sanftmuth, Gelassenheit; Eur. Bacch. 641 Hippol. 1039.
Greek (Liddell-Scott)
εὐοργησία: ἡ, ἠπιότης διαθέσεως, Εὐρ. Ἱππ. 1039, Βάκχ. 641.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bonté naturelle.
Étymologie: εὐόργητος.
Greek Monolingual
εὐοργησία, ἡ (Α) ευόργητος
ηπιότητα διαθέσεως, πραότητα («ὅς τὴν ἐμὴν πέποιθεν εὐοργησίᾳ ψυχὴν κρατήσειν», Ευρ.).