Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ευχετήριος

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244

Greek Monolingual

-α, -ο εύχομαι
1. ευχητήριος, ευχετικός, αυτός που αναφέρεται στην ευχή, με τον οποίο εκφράζεται ευχή
2. το ουδ. ως ουσ. το ευχετήριο
γραπτή έκφραση ευχής.