ευχετικός

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό και ευχητικός, -ή, -ό
ευχέτης
1. αυτός που αναφέρεται στην ευχή, που περιέχει ή εκφράζει ευχή, ευχετήριος («ευχετική επιστολή»)
2. αυτός που λέγεται για ευχή, ικεσία, παράκληση
3. το ουδ. ως ουσ. το ευχετικό
το ευχετήριο, γραπτή έκφραση ευχής.
επίρρ...
ευχετικώς
για έκφραση, για εκδήλωση ευχής, ικεσίας.