ευχετικός

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

Greek Monolingual

-ή, -ό και ευχητικός, -ή, -ό
ευχέτης
1. αυτός που αναφέρεται στην ευχή, που περιέχει ή εκφράζει ευχή, ευχετήριος («ευχετική επιστολή»)
2. αυτός που λέγεται για ευχή, ικεσία, παράκληση
3. το ουδ. ως ουσ. το ευχετικό
το ευχετήριο, γραπτή έκφραση ευχής.
επίρρ...
ευχετικώς
για έκφραση, για εκδήλωση ευχής, ικεσίας.