ἐχεπάμων

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχεπάμων Medium diacritics: ἐχεπάμων Low diacritics: εχεπάμων Capitals: ΕΧΕΠΑΜΩΝ
Transliteration A: echepámōn Transliteration B: echepamōn Transliteration C: echepamon Beta Code: e)xepa/mwn

English (LSJ)

[ᾱ], ον, gen. ονος,

   A holding property: hence, heir or representative, IG9(1).334.16 (Locr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐχεπάμων: -ον, ὁ ἔχων νόμιμον δικαίωμα κληρονομίας, ἐπίκληρος, ἐχέπαμον γένος ἐν τᾷ ἱστίᾳ Λοκρ. Ἐπιγρ. ἔκδ. Οἰκονομ. σ. 123, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 155.

Greek Monolingual

ἐχεπάμων, -ον (Α)
επιγρ. αυτός που έχει νόμιμο δικαίωμα ιδιοκτησίας ως κληρονόμος ή αντιπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + επάμων (< έπομαι)].