ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
-η, -ο
1. αυτός που έχει επτά χρώματα, επτάχρωμος
2. συνεκδ. η ίριδα, το ουράνιο τόξο («το εφτάχρωμο δοξάρι τ' ουρανού», Παλαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα- + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. δί-χρωμος, πολύ-χρωμος].