ἐφετικός

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφετικός Medium diacritics: ἐφετικός Low diacritics: εφετικός Capitals: ΕΦΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ephetikós Transliteration B: ephetikos Transliteration C: efetikos Beta Code: e)fetiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἐφίεμαι)

   A actuated by desire, Thphr.Metaph.9.    2 Gramm., expressive of desire, ῥήματα Choerob. in Theod.2.212, al.    II ἐ. χρόνοι periods within which appeals may be lodged, Just.Nov.49.1 Intr.

German (Pape)

[Seite 1116] ή, όν, begehrend, Suid., ῥήματα, verba desiderativa, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφετικός: -ή, -όν, (ἐφίημι) άποβλέπων εἴς τι, τινος Κλήμ. Ἀλ. 66i. ΙΙ. κινούμενος ὑπὸ ἐπιθυμίας, Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 9, Wimmer· - παρὰ Γραμματ. ἐφετικὰ λέγονται τὰ ἐπιθυμίας δηλωτικὰ ῥήματα, Χοιροβ. ἐν Α. Β. 1277. ΙΙΙ. ἐφετικοὶ ἀγῶνες, οἱ κατ’ ἔφεσιν γινόμενοι ἐν δικαστηρίοις, Βασιλικ. τ. 1, σ. 450, ἔκδ. Heimb.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἐφετικός, -ή, -όν) εφίημι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιθυμία, ο βουλητικός
2. φρ. «εφετικά ρήματα» — ρήματα της αρχ. Ελληνικής που δηλώνουν επιθυμία και λήγουν σε -σείω, -άω, -ιάω
νεοελλ.-μσν.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έφεση δίκης
μσν.-αρχ.
φρ. «ἐφετικοὶ χρόνοι» — προθεσμίες μέσα στις οποίες επιτρέπεται να γίνει έφεση.
επίρρ...
εφετικώς (Μ ἐφετικῶς)
με έφεση, επιθυμητικά.