ἡδύκαρπος
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
English (LSJ)
ον,
A with sweet fruit, Pherecyd.178J.; δένδρον Thphr.HP4.4.5.
German (Pape)
[Seite 1153] mit süßer Frucht, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύκαρπος: -ον, φέρων γλυκεῖς καρπούς, δένδρον Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 4, 5.
Greek Monolingual
ἡδύκαρπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ή παράγει γλυκούς καρπούς («ἡδύκαρπον δένδρον», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -καρπός (< καρπός), πρβλ. γλυκύ-καρπος, ξηρό-καρπος].