ἡλάριον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Dim. of ἧλος,
A small nail, POxy.1658.11 (iv A.D.), Suid. s.v. ἧλος.
German (Pape)
[Seite 1159] τό, dim. von ἧλος, kleiner Nagel, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλάριον: τό, ὑποκορ.τοῦ ἦλος, μικρὸν καρφίον, Εὐστ. Πονημ. 305. 66.
Greek Monolingual
ἡλάριον, τὸ (AM)
(υποκορ. του ήλος) μικρό καρφί, καρφάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ήλ- (του ήλος) + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλι-άριον, ιππ-άριον)].