ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
-έςιατρ. αυτός που πάσχει από ημιμελία, που έχει ένα μέλος ατελές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + μελής (< μέλος) πρβλ. αρτι-μελής, πολυ-μελής].