ημίθεος

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speechwhereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἡμίθεος και αιολ. τ. αἰμίθεος και δωρ. ἁμίθεος)
νεοελλ.
μτφ. ανδρείος, ένδοξος, διάσημος άνδρας κατά τον νου ή τα έργα
αρχ.
1. ήρωας του οποίου ο ένας από τους δύο γονείς ήταν θεός
2. πυθαγόρεια ονομασία του αριθμού πέντε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + θεός.