-ές1. ο κατά το ήμισυ πρηνής2. (γυμναστ.) «ημιπρηνής θέση» — στήριξη του σώματος στο έδαφος με το ένα χέρι και το ένα πόδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πρηνής «αυτός που έχει το πρόσωπο προς τα κάτω»].