ηνίο
From LSJ
Greek Monolingual
το (AM ἡνίον, Α δωρ. τ. ἁνίον)
συν. στον πληθ. τα ηνία
επιμήκεις δερμάτινοι ιμάντες που αποτελούν μέρος του χαλινού και της παραχαλινίδας του αλόγου, κν. γκέμια
νεοελλ.
1. μτφ. διαχείριση, διακυβέρνηση, χειρισμός («τα ηνία του κράτους»)
2. (στον εν.) (πυροβ.) χαλύβδινο τεμάχιο κάτω από την ακτηρίδα τών πυροβόλων που χρησιμεύει για τη στερέωσή τους σε βραχώδες έδαφος
αρχ.
(στον εν.) το σιδερένιο τεμάχιο του χαλινού που δαγκώνεται από το υποζύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηνία, η].