θαρρούμενα
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
Greek Monolingual
θαρρούμενα (Μ)
επίρρ.
1. χωρίς φόβο, με θάρρος, με ασφάλεια
2. αυστηρά («πολλὰ ἐκατηγόρησεν τὸν ποδέσταν... καὶ εἶπεν του θαρρούμενα», Μαχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μτχ. μέσου ενεστ. θαρρούμενος του ρ. θαρρώ].