ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Full diacritics: θεάζω | Medium diacritics: θεάζω | Low diacritics: θεάζω | Capitals: ΘΕΑΖΩ |
Transliteration A: theázō | Transliteration B: theazō | Transliteration C: theazo | Beta Code: qea/zw |
A to be divine, Democr.21.
[Seite 1190] ein Gott sein, auch = θειάζω, Sp.
θεάζω: εἶμαι θεῖος, θείας φύσεως, Δημόκρ. παρὰ Διον. Β. Ὁμ.˙ - προφητεύω, Βυζ.
θεάζω (Α) θεός
είμαι θείος, έχω θεία φύση, είμαι από το γένος τών θεών.