θεοδικία

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source

Greek Monolingual

η
1. η κρίση του θεού για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου η οποία εκδηλώνεται με υπερφυσικά σημάδια
2. η δικαίωση του θεού για τη δημιουργία του κακού στον κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. λατ. judicium dei < θεο- + -δικία (< -δικος < δίκη), πρβλ. ά-δικος > α-δικία φυγό-δικος > φυγο-δικία. Η λ. μαρτυρείτάι από το 1845 στον Κων. Α. Κουμανούδη].