θεραπίς

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερᾰπίς Medium diacritics: θεραπίς Low diacritics: θεραπίς Capitals: ΘΕΡΑΠΙΣ
Transliteration A: therapís Transliteration B: therapis Transliteration C: therapis Beta Code: qerapi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A paying court to, favouring, πόλις τοῦ ἥττονος θ. Pl.Mx.244e.

German (Pape)

[Seite 1200] ίδος, ἡ, die Dienerinn, dienend, τοῦ ἥττονος Plat. Menex. 244 e.

Greek (Liddell-Scott)

θερᾰπίς: -ίδος, ἡ, = θεραπαινίς, τοῦ ἥττονος θ., εὐνοοῦσα τὸ ἀσθενέστερον μέρος, Πλάτ. Μενεξ. 244Ε.

Greek Monolingual

θεραπίς, -ίδος, ἡ (Α) θέραψ
η θεραπαινίδαλίαν φιλοικτίρμων ἐστί καὶ τοῡ ἥττονος θεραπίς» — είναι πολύ φιλεύσπλαγχνη και πρόθυμη να υπηρετήσει τον ασθενέστερο, Πλάτ.).