θεραπίς
From LSJ
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A paying court to, favouring, πόλις τοῦ ἥττονος θ. Pl.Mx.244e.
German (Pape)
[Seite 1200] ίδος, ἡ, die Dienerinn, dienend, τοῦ ἥττονος Plat. Menex. 244 e.
Greek (Liddell-Scott)
θερᾰπίς: -ίδος, ἡ, = θεραπαινίς, τοῦ ἥττονος θ., εὐνοοῦσα τὸ ἀσθενέστερον μέρος, Πλάτ. Μενεξ. 244Ε.
Greek Monolingual
θεραπίς, -ίδος, ἡ (Α) θέραψ
η θεραπαινίδα («λίαν φιλοικτίρμων ἐστί καὶ τοῡ ἥττονος θεραπίς» — είναι πολύ φιλεύσπλαγχνη και πρόθυμη να υπηρετήσει τον ασθενέστερο, Πλάτ.).