θεραπευτρίς
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
English (LSJ)
ίδος, ἡ,= foreg., Ph.1.261, 655: pl., as title of certain female ascetics, Id.2.471.
German (Pape)
[Seite 1199] ίδος, ἡ, fem. zu θεραπευτής, Philo; auch θεραπευτίς u. θεραπεύτρια werden erwähnt.
Greek Monolingual
θεραπευτρίς, ἡ (Α) θεραπευτής
1. η θεραπεύτρια
2. στον πληθ. αἱ θεραπευτρίδες
ονομασία γυναικών που ασκήτευαν.