θηλύπαις
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
παιδος, ἡ,
A having borne a girl, Lyc. 851.
German (Pape)
[Seite 1207] αιδος, mit einem weiblichen Kinde, Lycophr. 851.
Greek (Liddell-Scott)
θηλύπαις: παιδος, ἡ, γεννήσασα κοράσιον, Λυκόφρ. 851.
Greek Monolingual
θηλύπαις, ἡ (Α)
αυτή που γέννησε κόρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + παις].