θλιβώδης
From LSJ
English (LSJ)
ες,
A oppressive, Aq.Ge.32.7(8).
German (Pape)
[Seite 1212] ες, beengend, belästigend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θλιβώδης: -ες, (εἶδος) καταπιεστικός, Νείλου Ἐπιστ σ. 182, 6.
Greek Monolingual
θλιβώδης, -ες (Α) θλίβω
καταπιεστικός.