θηλύκωμα
From LSJ
Greek Monolingual
το θηλυκώνω
1. η σύνδεση με κουμπί ή σειρήτι τών δύο μπροστινών άκρων του ανοίγματος ρούχου, κούμπωμα
2. (στην ξυλουργική) σύνδεση, συναρμογή δύο σανίδων με εμβολή ειδικά προκατασκευασμένων προεξοχών του άκρου της μιας σε αντίστοιχα κατασκευασμένα κοιλώματα του άκρου της άλλης
3. (για θύρα ή παράθυρο) η προσαρμογή του σιδερένιου στροφέα στη στρόφιγγα
4. περιτύλιξη.