θηλύκωμα

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

το θηλυκώνω
1. η σύνδεση με κουμπί ή σειρήτι τών δύο μπροστινών άκρων του ανοίγματος ρούχου, κούμπωμα
2. (στην ξυλουργική) σύνδεση, συναρμογή δύο σανίδων με εμβολή ειδικά προκατασκευασμένων προεξοχών του άκρου της μιας σε αντίστοιχα κατασκευασμένα κοιλώματα του άκρου της άλλης
3. (για θύρα ή παράθυρο) η προσαρμογή του σιδερένιου στροφέα στη στρόφιγγα
4. περιτύλιξη.