θρεκτικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, (τρέχω)
A able to run, Att. for τροχαστικός, acc. to Moer.p.187 P.: Sup. -ώτατος Hsch.
German (Pape)
[Seite 1217] zum Laufen geschickt, schnell, nach Moeris attisch für τροχαστικός.
Full diacritics: θρεκτικός | Medium diacritics: θρεκτικός | Low diacritics: θρεκτικός | Capitals: ΘΡΕΚΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: threktikós | Transliteration B: threktikos | Transliteration C: threktikos | Beta Code: qrektiko/s |
ή, όν, (τρέχω)
A able to run, Att. for τροχαστικός, acc. to Moer.p.187 P.: Sup. -ώτατος Hsch.
[Seite 1217] zum Laufen geschickt, schnell, nach Moeris attisch für τροχαστικός.
θρεκτικός, -ή, -όν (Α) θρεκτός
ταχύς, ικανός για τρέξιμο.