θορός

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θορός Medium diacritics: θορός Low diacritics: θορός Capitals: ΘΟΡΟΣ
Transliteration A: thorós Transliteration B: thoros Transliteration C: thoros Beta Code: qoro/s

English (LSJ)

ὁ,

   A semen genitale, Hdt.2.93, Hp.Morb.2.51, Arist.HA509b20, Plu.2.637f, Porph.Abst.4.9.    II θορός· ἀφροδισιαστής, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1215] ὁ, der männliche Saamen bei Menschen u. Thieren; Her. 2, 93, Arist. H. A. 3, 16 u. Sp., bes. von Fischen. Vgl. θρώσκω u. θόρνυμαι.

Greek (Liddell-Scott)

θορός: ὁ, τὸ σπέρμα τοῦ ἄρρενος, Ἡρόδ. 2. 93, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 7, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως θορή. (Πρβλ. θρώσκω ΙΙ). - Παρ’ Ἡσυχ. θόρος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
semence génitale.
Étymologie: R. Θορ, v. θρῴσκω.

Greek Monolingual

θορός, ό και θορή, ἡ (Α)
το σπέρμα του αρσενικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θορ- του αορ. έ-θορ-ον του θρῴσκω].