θριγκώ
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
Greek Monolingual
θριγκῶ, -όω (Α) θριγκός
1. τοποθετώ θριγκό σε οικοδόμημα
2. συμπληρώνω, ολοκληρώνω.